- περιέσχατα
- περιέσχᾰτα, τά,A extremities, edges,Hdt.1.86,5.101.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιέσχατα — extremities neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέσχατα — τὰ, Α τα άκρα, τα σύνορα μιας έκτασης … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek